μονοκλώνου

μονοκλώνου
μονόκλωνος
with a single stem
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιοειδή — Οι μικρότεροι γνωστοί παράγοντες μολυσματικών ασθενειών που απαντούν αποκλειστικά στα φυτά. Πρόκειται για πολύ μικρά μόρια μονόκλωνου RNA (πολύ μικρότερα σε σχέση με τους τυπικούς φυτικούς ιούς), τα οποία στερούνται πρωτεϊνικού καλύμματος… …   Dictionary of Greek

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”